νευροτρόπος

νευροτρόπος
-ο
(για χημικές ουσίες, μικρόβια και ιούς) αυτός που έχει την ιδιότητα να καθηλώνεται εκλεκτικά στο νευρικό σύστημα, όπως είναι λ.χ. οι βιταμίνες Β1, Β6, Β12 ή ο ιός τής πολιομυελίτιδας και η τοξίνη τού τετανικού βακτηριδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurotropic < νευρ(ο)-* + -τροπος (< τρόπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νευρ(ο)- — α συνθετικό πολλών επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεύρο και εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνεια από την ξεν. ορολογία (νευρομυελίτιδα, πρβλ. αγγλ. neuromyelitis νευροτομία, πρβλ. αγγλ. neurotomy… …   Dictionary of Greek

  • νευροτροπισμός — ο η εκλεκτική προτίμηση για το νευρικό σύστημα ορισμένων χημικών παραγόντων που χρησιμοποιούνται στη χημειοθεραπεία, καθώς και μερικών μικροβίων και ιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurotropism < νευροτρόπος + ισμός*)] …   Dictionary of Greek

  • νευρόφιλος — η, ο (για μερικές τοξίνες) νευροτρόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurophile < νευρ(ο) * + φιλος (< φίλος)] …   Dictionary of Greek

  • πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”