- νευροτρόπος
- -ο(για χημικές ουσίες, μικρόβια και ιούς) αυτός που έχει την ιδιότητα να καθηλώνεται εκλεκτικά στο νευρικό σύστημα, όπως είναι λ.χ. οι βιταμίνες Β1, Β6, Β12 ή ο ιός τής πολιομυελίτιδας και η τοξίνη τού τετανικού βακτηριδίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurotropic < νευρ(ο)-* + -τροπος (< τρόπος)].
Dictionary of Greek. 2013.